Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Λαϊκά παραμύθια από όλο τον κόσμο! Μολδαβία: Το παραμύθι της Sfenta Vinere!





Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας γέρος που είχε μείνει χήρος. Κάποτε αποφάσισε να παντρευτεί μία γυναίκα για συντροφιά. Αυτή η γυναίκα όμως, είχε μία τεμπέλα κόρη. Αντιθέτως η κόρη του γέρου δούλευε πολύ και έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, μόνη της. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γυναίκα έλεγε στον γέρο, ότι δεν θέλει την κόρη του στο σπίτι τους, ότι είναι τεμπέλα και δεν είναι ικανή για τίποτα! Κάποια στιγμή ο γέρος το πήρε απόφαση και της λέει: «Κορούλα μου, μεγάλωσες πια και η μητριά σου δεν σε θέλει και για να ζήσεις καλά, να πας να δουλέψεις!»
              Την άλλη μέρα το κορίτσι μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει από το σπίτι της. Καθώς περπατούσε στον δρόμο, το κορίτσι βρήκε ένα μικρό, βρώμικο, διψασμένο και πεινασμένο σκυλάκι, το οποίο έτρεμε από το κρύο. Μόλις το πλησίασε, αυτό είπε: «Καλό και όμορφο κορίτσι, βοήθησέ με και ίσως σου φανώ και κάπου χρήσιμο». Το κορίτσι τάισε και καθάρισε το μικρό σκυλάκι. Μόλις τελείωσε να περιποιείται το σκυλάκι, του είπε, ότι πρέπει να συνεχίσει το ταξίδι της. Καθώς περπατούσε, συνάντησε ένα κατεστραμμένο, βρώμικο και μουχλιασμένο φούρνο. Κάποια στιγμή, λέει ο φούρνος: «Καλό και όμορφο κορίτσι, βοήθησέ με και ίσως να σου φανώ κάπου χρήσιμος». Μόλις σταμάτησε ο φούρνος να μιλά, το κορίτσι άρχισε να τον επιδιορθώνει. Ύστερα από αυτό, το κορίτσι έφυγε και συνέχισε το ταξίδι της.
               Μετά από αρκετές ώρες ταξιδιού, μπαίνει σε ένα δάσος. Στην μέση του δάσους υπήρχε ένα μεγάλο, όμορφο και περιποιημένο σπίτι. Το κορίτσι δεν δίστασε και χτύπησε την πόρτα. Βγαίνει έξω η Σφίντα Βίνερε και την ρωτά: «Τι έγινε κορίτσι μου; Χάθηκες;» Απαντά το κορίτσι, «Όχι, ψάχνω για μία δουλειά, επειδή με έδιωξε η μητριά μου από το σπίτι». Η Σφίντα Βίνερε την καλοδέχτηκε και της ανέθεσε να περιποιείται το σπίτι, να ταΐζει και να περιποιείται τα παιδιά της. Συμφωνεί το κορίτσι και αρχίζει την δουλειά. Η Σφίντα Βίνερε της λέει, ότι μόλις τελειώσει το καθάρισμα του σπιτιού, πρέπει να πάει στην αυλή και να φωνάξει: «Ελάτε παιδιά, να σας περιποιηθώ». Αυτά είπε, και έφυγε.
            Το κορίτσι συνέχισε τις δουλειές του και μόλις τις τελείωσε, βγήκε έξω στην αυλή και φώναξε: «Ελάτε παιδιά, να σας περιποιηθώ». Τότε άρχισαν να έρχονται κάθε λογής ζώα, από ποντίκια, μέχρι ελέφαντες. Άρχισε λοιπόν να τους περιποιείται. Μόλις τελείωσε με την περιποίηση, τα ζώα έφυγαν και πήγαν να ξεκουραστούν.
               Όταν ήρθε λοιπόν η Σφίντα Βίνερε βρήκε τα πάντα στην εντέλεια και την ευχαρίστησε. Αυτό συνέβαινε πολλές μέρες, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να γυρίσει σπίτι. Η Σφίντα Βίνερε την ευχαρίστησε και της πρότεινε, να διαλέξει ένα κουτί δώρου που της αξίζει ανάμεσα σε εκατοντάδες διαφορετικά. Αυτή διάλεξε το μικρότερο και ασχημότερο και άρχισε το ταξίδι της επιστροφής. Η Σφίντα Βίνερε της είπε, να μην ανοίξει το δώρο πριν φτάσει στο σπίτι της. Στο γυρισμό συνάντησε τον φούρνο που είχε επιδιορθώσει. Μόλις πλησίασε, ο φούρνος της είπε: «Κοριτσάκι μου, μιας που με φρόντισες και με έφτιαξες σαν καινούργιο, έλα πάρε μερικά φρέσκα καρβέλια». Το κορίτσι πήρε τα καρβέλια, τον ευχαρίστησε και συνέχισε το ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο συνάντησε το σκυλάκι, που είχε περιποιηθεί και αυτό της λέει: «Κοριτσάκι μου, αφού με φρόντισες, πάρε το μαργαριταρένιο περιδέραιο». Το κορίτσι πήρε το περιδέραιο και έφυγε.
          Μόλις έφτασε στο σπίτι της, αντίκρισε τον πατέρα της χαρούμενο, ενώ την μητριά και την θετή αδερφή της θυμωμένες… Μόλις μπήκε στο σπίτι άνοιξε το κουτί, που της είχε δώσει η Σφίντα Βίνερε, και πετάχτηκαν από μέσα όλα τα καλά του κόσμου. Μόλις τα είδε όλα αυτά η μητριά και η θετή αδερφή της, ζήλεψαν και ήθελαν και αυτές ένα τέτοιο κουτί… Μετά από λίγη ώρα, λέει η μητριά στην κόρη της: «Κορίτσι μου, θα πας και εσύ να φέρεις ένα κουτί σαν της αδερφής σου για να είμαστε και εμείς πλούσιες!» Το κορίτσι συμφώνησε, μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε. Στο δρόμο του, το κορίτσι συνάντησε ένα βρώμικο και πεινασμένο σκυλάκι, που της είπε: «Καλό και όμορφο κορίτσι, βοήθησέ με και ίσως σου φανώ κάπου χρήσιμος». Το κορίτσι του ρίχνει μία κλωτσιά και το σκυλάκι άρχισε να κλαίει και έφυγε φοβισμένο. Στο δρόμο το κορίτσι συνάντησε ένα κατεστραμμένο και βρώμικο φούρνο, που της είπε: «Καλό και όμορφο κορίτσι, βοήθησέ με και ίσως σου φανώ και εγώ κάπου χρήσιμος». Μόλις το άκουσε αυτό το κορίτσι, είπε: «Σιγά μην λερώσω εγώ τα όμορφα χεράκια μου για εσένα...» Περπατώντας μπαίνει σε ένα δάσος και στη μέση του δάσους βλέπει ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι. Το κορίτσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Λίγο αργότερα, βγήκε η Σφίντα Βίνερε την ρώτησε αν χάθηκε και την υποδέχτηκε σπίτι της. Το κορίτσι της είπε ότι ήθελε και αυτή ένα κουτί σαν της αδερφής της. Η Σφίντα Βίνερε της είπε ότι για να πάρει κουτί, θα έπρεπε να καθαρίσει το σπίτι και να ταΐσει να παιδιά της, φωνάζοντας τους: «Παιδάκια ελάτε να σας ταΐσω και να σας περιποιηθώ». Αφού τα είπε αυτά, έφυγε. Το κορίτσι όλη τη μέρα δεν καθάρισε καθόλου το σπίτι και όταν θυμήθηκε, ότι έπρεπε να ταΐσει τα παιδιά της Σφίντα Βίνερε βγήκε έξω και φώναξε: «Παιδάκια, ελάτε να σας ταΐσω και να σας περιποιηθώ». Μόλις το είπε αυτό, ήρθαν τα όλα τα ζώα του δάσους, για να τα περιποιηθεί το κορίτσι. Εκείνο έβαλε καυτό νερό και κάποια τα έκαψε, άλλα τα χτύπησε, ενώ δεν τα τάισε καθόλου και τα άφησε πεινασμένα. Μόλις ήρθε η Σφίντα Βίνερε, είδε τα ζώα σε άθλια κατάσταση και πήγε μέσα στο σπίτι, να δει τι συμβαίνει. Μπαίνει μέσα στο σπίτι και το βλέπει ακατάστατο και βρώμικο. Βρίσκει το κορίτσι και το ρωτάει: «Έτσι καθάρισες εσύ το σπίτι και περιποιήθηκες τα παιδιά μου;» «Ναι», της απαντάει το κορίτσι. «Ωραία», λέει η Σφίντα Βίνερε , «πάμε να διαλέξεις το δώρο που σου αξίζει!» Μόλις το κορίτσι μπήκε μέσα, διάλεξε το μεγαλύτερο και ομορφότερο από όλα τα δώρα. Η Σφίντα Βίνερε τη συμβούλεψε, να μην ανοίξει το δώρο, πριν φτάσει στο σπίτι της. Στο γυρισμό συνάντησε τον φούρνο και είδε τα  φρεσκοψημμένα ψωμιά του και σκέφτηκε να πάρει κάποια. Τότε εκείνος σφράγισε την είσοδο και τα καρβέλια εξαφανίστηκαν αστραπιαία! Το κορίτσι κουράστηκε και έφυγε. Στο δρόμο συνάντησε το σκυλάκι που φορούσε ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο. Μόλις πήγε να το πάρει, ο σκύλος αγρίεψε και τη δάγκωσε. Εκείνη έφυγε κατατρομαγμένη…
         Μόλις έφτασε στην εξώπορτα, φώναξε: «Μαμά, μαμά, έλα να δεις το δώρο που έφερα εγώ, είναι μεγαλύτερο και ομορφότερο!». Τότε η κακιά μητριά βγήκε έξω και είδε ένα μεγάλο κουτί! Μόλις το άνοιξε, άρχισαν να βγαίνουν από μέσα πολλά άγρια ζώα και έφαγαν και την κακιά κόρη και την κακιά μητριά! Έτσι η καλή και συμπονετική κόρη έζησε ευτυχισμένη με τον πατέρα της, με όλα τα πλούτη του κόσμου…
Παπαγιώργος Αναστάσιος