Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Ο παππούς μου, ο σαμαρτζής

Συνέντευξη με τον παππού μου Πέτρο Μπαλαδήμα, σαμαροποιό και πεταλωτή στο επάγγελμα.

Παππού πόσα χρόνια κάνεις αυτή τη δουλειά; Περίπου τριάντα πέντε χρόνια. 
Πόσο χρονών ήσουν όταν ξεκίνησες; Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, όταν ξεκίνησα να μάθω αυτή την τέχνη. 
Παππού γιατί επέλεξες αυτό το επάγγελμα; Γιατί εκείνα τα χρόνια αυτή η δουλειά είχε "πολύ ψωμί", επειδή όλοι μετακινούνταν με τα δικά τους ζώα {άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια). -Γιατί τότε υπήρχε δουλεία εδώ. 
Λένε π πως υπήρχαν πολλά άλογα στην περιοχή παλιά, είναι αλήθεια; Ναι, υπήρχαν πολλά και μάλιστα σε κάθε κοινότητα τα κατέγραφαν σε ειδικό βιβλίο, όπου αναγραφόταν και το όνομα του ιδιοκτήτη, γιατί αυτό ήταν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο.
Και ποια ράτσα ήταν η πιο γνωστή; Εδώ οι περισσότεροι συνήθιζαν τα κρητικά και τα αμερικάνικα άλογα, αν και υπήρχε μεγάλη ποικιλία.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες της δουλειάς και πώς τις αντιμετώπισες; Η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη. Για να καταλάβεις τότε έλεγαν, ότι ο ράφτης ρώτησε τον σαμαρτζή και ο σαμαρτζής του απάντησε πως δεν είναι μπάλωμα, ράψε, ξύλωνε και πέτα, είναι γαϊδουρόσκουρος και θέλει νου, για να δείξουν πόσο δύσκολη και απαιτητική ήταν αυτή η δουλειά και ότι δεν μπορούσε να την κάνει ο οποιοσδήποτε
Παππού ποια υλικά χρειαζόσουν; Κύριο υλικό παιδί μου για τη δική μου τη δουλειά είναι το ξύλο κιέπρεπε να βρω τα καλύτερα.
Με ποιον τρόπο γίνεται το σαμάρι; Η κατασκευή του παιδί μου θέλει τέχνη. Το ξύλο δεν θέλει ίσο πελέκημα, ούτε ίσο τρύπημα. Είναι μία αρκετά δύσκολη δουλειά και δεν μπορεί ο καθένας να την κάνει. 
Και ποιος είναι ο απαραίτητος εξοπλισμός για τον καλό τεχνίτη; Η καλή ξυλεία, το μπουντούμι, το πανί και το σαμαρκούτι(σαμαροσκούτι).
Πώς γίνεται κάποιος καλός σαμαρτζής; Σιγά-σιγά, με την πείρα, με το χρόνο, με το μεράκι και την αγάπη για τη δουλειά!
Σήμερα υπάρχει ενδιαφέρον για αυτό το επάγγελμα; Καθόλου, είναι ένα από τα επαγγέλματα που τείνουν να εξαφανιστούν, γιατί έχει μειωθεί κατά πολύ ο αριθμός των ζώων, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά γενικότερα στην Ελλάδα.
Πόσοι σαμαροποιοί και πόσοι πεταλωτήδες υπήρχαν εδώ παλιότερα; Περίπου τέσσερις-πέντε.
Έχει απομείνει κανένας πεταλωτής σήμερ; Όχι κανένας και γι αυτό καμμιά φορά αναλαμβάνω εγώ την κατασκευή και την τοποθέτηση
Ποιες σκέψεις και ποια συναισθήματα έχεις για τη δουλειά σου; Τώρα πια καμμιά, γιατί δε μορώ να αλλάξω και πολλά πράγματα. Παλιότερα υπήρχε πολύ δουλειά, ενώ σήμερα τίποτα...

Παππού σ' ευχαριστώ πολύ!
Ελεάννα Μπαλαδήμα








Οι ομορφιές του τόπου μας, η Νέδα

Το μεγαλύτερο θηλυκό ποτάμι της Ελλάδας βρίσκεται δίπλα μας, είναι ο ποταμός "Νέδα", ένα αληθινό στολίδι για την περιοχή μας!
Βρίσκεται ανάμεσα στο νόμο Ηλείας-Μεσσηνίας και μάλιστα είναι κοντά και με ένα άλλο εξαιρετικό μνημείο της περιοχής μας, 
το ναό του Επικούριου Απόλλωνα!
Πολλοί από εμάς θα το έχουμε επισκεφτεί και σίγουρα θα έχουμε μείνει έκπληκτοι με τα γαλανά νερά του ποταμού και το άγριο τοπίο που το περιτριγυρίζει!
Εγώ όμως νομίζω πως και το όνομα του μας προκαλεί μια περιέργεια και πολλοί μπορεί να έχουμε θελήσει να μάθουν την ιστορία του. Ένας μύθος λοιπόν λέει, πως η Νέδα ήταν νύμφη της Αρκαδίας και κόρη του Ωκεανού. Η Νέδα φέρεται να ανέθρεψε τον Δία, όταν τον παρέλαβε από την Ρέα την μητέρα του. Σύμφωνα με τον μύθο, εκείνη την εποχή τα μέρη εκείνα ήταν άνυδρα κι η Ρέα δεν έβρισκε νερό, και χτύπησε ένα ραβδί στη γη και δημιουργήθηκε ένα ποτάμι που ονομάστηκε Νέδα προς τιμή της νύμφης αυτής. Μάλιστα το συγκεκριμένο θεωρείται το μεγαλύτερο θηλυκό ποτάμι στην Ελλάδα.  Πιστεύω πως αξίζει να το επισκεφτείτε!
Γιώργος Μανιάτης

Λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς μας


Η ντοπιολαλιά μας είναι ο προφορικός λόγος των ανθρώπων μιας περιοχής. Με άλλα λόγια, είναι το σύνολο των εκφράσεων και λέξεων, που χρησιμοποιεί κα΄θε περιοχή και που διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Οι λέξεις, οι φράσεις και ο τρόπος εκφοράς του λόγου δημιουργούν την ιδιαίτερη γλωσσική μας ταυτότητα, το γλωσσικό  μας ιδίωμα, την τοπική γλωσσική ιδιομορφία κάθε περιοχής.
Μερικες  λέξεις και φράσεις της δικής μας ντοπιολαλιάς είναι οι ακόλουθες:
γιάτρα το = κοίτα το
εφ' τούνο = αυτό
φτερακίξει = πετάξει
ήντουσαν = ήταν 
αποσπερού = απόψε
ταχιά = αύριο 
γιάτρα γιάτρα ρε = κοίτα κοίτα ρε
λάκιξε = έφυγε
άνω/κάτω ρούγα = πάνω/κάτω γειτονιά
παταγούδι = κάνει κρύο
εσουρούπωσε = βράδιασε 
σκουτιά = ρούχα
βουτσί = βρεγμένος 
τι λογάς; = τι κάνεις;
τι τηράς; = τι κοιτάς;
κοτρόνα = πέτρα
βίσαλο = πέτρα
ζεματάει = καίει 
τσουρουφλάει = καίει 
έκιοσαν = τελείωσαν 
έχιουσες = έχυσες 
σια πάν' = πάνω 
σα' κάτ' = κάτω
σα' κείθ' = από εκεί
σια' δώθ' = από εδώ
πάγενε = πήγαινε
σιδεροστία = το σίδερο που χρησιμοποιούμε στο τζάκι 
ξετσίπωτη= άτιμη  
φούντωσε = εντάθηκε
περιγελάς = κοροϊδεύεις
χάμου = κάτω 
πρώιμα = πριν  την ώρα τους
στέρφα = η κατσίκα που δεν πιάνει γάλα
απολυτόγαλη =  η κατσίκα που αρμέγεται εύκολα 
σιούτα =η κατσίκα που δεν έχει κέρατα 
δεντριοβέλι = ο καρπός του δέντρου 
τα σωθικά  μου = τα μέσα μου 
αλούπισα = πονηρή
εγκούσωσε = έσκασε
γούπατο = το τελείωμα του βουνού
γαλάρια = πιάνει γάλα
χόβολη = κάρβουνα 
μπροστέλα = αυτο που δένει το σαμάρι 
τέντζερης = σκεύος μαγειρικής 
λόγκος = δάσος 
δικρίανι = εργαλείο για το αλώνισμα των δημητριακών
πουρνοβέλι = καρπός απο πουρνάρι
αργιοβέλι = καρπός απο αριά 
τα'πίστομα = ανάποδα 
τσουκάλι = μπρίκι  
εγούβρωσες = αναστατώθηκες
όψιμα = μετά την ώρα τους
  αρίδα = το πόδι 
ζτόλα = η βλακεία 


ΖΩΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 
ΜΠΙΜΠΗΣ ΠΕΤΡΟΣ

Χιονισμένο τοπίο...

Χιονισμένο τοπίο, ένα  υπέροχο τοπίο! 
Τα ξημερώματα της 7ης Ιανουαρίου 2017, ημέρα Σάββατο, το χωριό μας ξύπνησε κάτασπρο!
Όλα ήταν χιονισμένα. Οι εικόνες ήταν μοναδικές! 
Είχαν περάσει περίπου δέκα χρόνια από τότε που είχε χιονίσει για τελευταία φορά.  
Είχε να χιονίσει από το 2006.
Το χωριό μας ήταν ολόλευκο και ήταν πανέμορφο!
Όλοι έτρεξαν να βγάλουν φωτογραφίες, να περπατήσουν πάνω στο χιόνι και οι πιο τολμηροί να παίξουν χιονοπόλεμο ή να φτιάξουν χιονάνθρωπο!
Γεωργία Καπλάνη
Θανάσης Μπαλαδήμας

Η αξία των λαϊκών παραμυθιών

Σ' αυτή τη στήλη οι μαθητές του Γυμνασίου Νέας Φιγαλείας καταγράφουν αγαπημένα λαϊκά παραμύθια, μέσα από την προφορική αφήγηση αγαπημένων προσώπων τους. Έτσι οι γονείς, οι παππούδες, οι γείτονες, οι συγχωριανοί γίνονται φορείς της λαϊκής παράδοσης και της κληρονομίας που κουβαλάμε μέσα μας. 
Τα παραμύθια ιδιαίτερα αυτά που ονομάζουμε λαϊκά μαρτυρούν τον τρόπο σκέψης ενός λαού,  καταγράφουν τα ήθη και τα έθιμά του και διατηρούν σε κα΄ποιες περιπτώσεις αναλλοίωτο το γλωσσικό ιδίωμα κάθε περιοχής.
Κάθε τόπος, κάθε περιοχή και κάθε παραμυθάς προσθέτει,  αφαιρεί και αλλάζει το παραμύθι, διατηρώντας όμως το αρχικό του μοτίβο.
Τα παραμύθια μας κάνουν να γελάμε και να κλαίμε, να ταξιδεύουμε με τη φαντασία μας, να τρομάζουμε, να γοητευόμαστε και κάποιες φορές να διδασκόμαστε από αυτά. Ο σεβασμός στον άνθρωπο, η φιλία, η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η τιμιότητα είναι κάποιες από τις αξίες που αυτά μας διδάσκουν! 
Τα παραμύθια γίνονται γέφυρες, που ενώνουν τους λαούς!

"Σπίθα τρως και Σπίθα κράζεις...



Μια φορά κι έναν καιρό στην άκρη του χωριού, σ' ένα μικρό καλυβάκι ζούσε ένας γέρος και μια γριά. Μια μέρα αποφάσισαν πως είχε έρθει ο καιρός για να σφάξουν το γουρούνι, που έτρεφαν όλο το χρόνο και να το ψήσουνε. Κοιτάζουνε για ξύλα όμς και βλέπουν πως όλα τους έχουν τελειώσει.
Ξεκινάνε λοιπό, παίρνουν και το μεγάλο τους τσεκούρι και πάνε κατά το δάσος, για να κόψουν ξύλα.
Σκέφτηκαν όμως για να μην χάσουν τον δρόμο και δε μπορέσουν να βγουν από το δάσος και πήραν μαζί τους ένα σακούλι γεμάτο άχυρα. Όσο προχωρούσαν μέσα στο δάσος, όλο και έριχναν άχυρα... Κάποια στιγμή συνάντησαν έναν άνθρωπο κι εκείνος τους ρώτησε: "Που πάτε;"
Η γρια τότε του απάντησε όλο χαρά: «Σφάξαμε το γουρουνάκι μας και πάμε να μαζέψουμε ξύλα, για  να το ψήσουμε». Και πριν προλάβει να πει τίποτα ο γέρος συνέχισε: «Κοίτα καημένε, μην πάρεις τον δρόμο με τα άχυρα και πας στο σπίτι μας και πάρεις το κλειδί κάτω απ' τη γλάστρα και ανοίξεις την πορτούλα και πάρεις το γουρουνάκι μας...»
Εκείνος αμέσως την καθησύχασε και της είπε: «Όχι καλή μου γιαγιά, όχι δεν θα πάω".
Έτσι η γρια και ο γέρος συνέχισαν ήσυχοι το δρόμο τους. 
Το μεσημέρι γυρνάνε σπίτι και μπαίνει μέσα πρώτη η γρια. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει ... πουθενά το γουρούνι. Πιάνει τότε η γριά το σκύλο, τον σφάζει και τη βάζει στη θέση του γουρουνιού...
Ο γέρος άναψε μια μεγάλη φωτιά, έφησε το "γουρούνι" και κάποια στιγμή φώναξε το σκύλο του, τον Σπίθα.
Τον κοιτάει τότε η γρια περίλυπη και του λέει:"Σπίθα τρως και  Σπίθα κράζεις... Σπίθα κόκκαλα μασάς». Τ' ακούει ο γέρος και ακόμα κυνηγάει τη γρια...
Χρήστος Αβραμόπουλος

Το σεντούκι με τις πέντε κλειδαριές



 
Ο μεγάλος έλληνας εγκληματολόγος και συγγραφέας Ευγένιος Τριβιζάς έγραψε αυτό το βιβλίο, για να μας δείξει, ότι ακόμη και ο πιο φτωχός και ο πιο τιποτένιος άνθρωπος, μπορεί να ζήσει μεγάλες περιπέτειες και να βρει την αληθινή ευτυχία!
Ο Ευγένιος Τριβιζάς, όπως και πολλοί συγγραφείς ή απλοί άνθρωποι, καταλαβαίνει ότι δεν χρειάζεται να είσαι πλούσιος, όμορφος ή έξυπνος για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος...
Ο Τιμόθεος, ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας, στην αρχή παρουσιάζεται ως ένας απλός άνθρωπος, φυλακισμένος στην καθημερινή του ρουτίνα, μέχρι τη στιγμή που κληρονομεί τον θησαυρό ενός άγνωστου κόμη... Μόλις τον κληρονομεί, γίνεται πιο γενναίος και πιο επίμονος, στοχεύοντας στην καινούρια του ζωή...
Αυτό το βιβλίο είναι μυστηριώδες και σαγηνεύει πολλά παιδιά, αλλά και μεγάλους σε όλο τον κόσμο! Διαβάστε το!
Αναστάσης Παπαγιώργος




Η Φιγαλεία μέσα απ' το φωτογραφικό φακό της Γεωργίας Καπλάνη








Φωτογραφίες : Γεωργία Καπλάνη

Η πονηρή αλεπού και το "κάζο" του εφτάδιπλου παπά...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς,  που τον φώναζαν "εφτάδιπλο" γιατί ήταν λιγάκι... χοντρουλός.
Μια μέρα ο παπάς πήγε σ' ένα ένα ξωκλήσι για να λειτουργήσει κι εκεί η νοικοκυράδες του έδωσαν πολλές φρέσκιες καλοζυμωμένες λειτουργίες. Όταν τελείωσε ο παπάς τις φόρτωσε όλες στο γαϊδουράκι του, μέσα σε δύο μεγάλα σακούλια και δεν έδωσε καμμία, ούτε στους ψάλτες, ούτε στο γέρο νεωκόρο, ούτε σ' εκείνο το φτωχό παιδί, που κάθε Κυριακή πήγαινε και τον βοηθούσε κι αυτός όλο το μάλωνε....
Φόρτωσε λοιπόν το γαϊδαράκο του και ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι του. Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, βλέπει μια αλεπού. Καθόλου δε φοβήθηκε για τις κότες του, γιατί εκτός που ήταν πολύ μακριά ακόμα από το σπίτι του, εκείνη ήτανε ψόφια στην άκρη του δρόμου... Έτσι τουλάχιστον πίστεψε εκείνος... Προχωράει λίγο πιο πέρα και τι να δει, κι άλλη αλεπού... ψόφια και πιο πέρα κι άλλη κι άλλη...
Για να μην τα πολυλογούμε μέτρησε πέντε ή έξι ψόφιες αλεπούδες... Του φάνηκε κάπως περίεργο μα δεν προβληματίστηκε πολύ, γιατί αμέσως σκέφτηκε με το πονηρό μυαλό του, πως αν τις μάζευε και πουλούσε τα δέρματά τους θα έπαιρνε πολλά λεφτά...
Σταματάει λοιπόν αμέσως, κατεβαίνει από τον γαϊδαράκο του και γυρίζει πίσω τρέχοντας κι αγκομαχώντας, για να μαζέψει τις ψόφιες αλεπούδες...
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, πουθενά οι αλεπούδες...
Τότε κατάλαβε πως η πονηρή αλεπού τον είχε κορϊδέψει...
Γυρνάει λοιπόν παίρνει το γαϊδουράκι του και συνεχίζει το δρόμο του για το σπιτικό του.
Κάποια στιγμή, μετά από πολύ ώρα κι αφού είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι, έφτασε...
Φωνάζει τότε την κυρά παπαδιά: Εε κυρά παπαδιά, έλα έξω, να με βοηθήσεις να ξεφορτώσουμε το γαϊδαρό μας! Τρέχει κι αυτή κατεβάζει το πρώτο σακούλι, κατεβάζει το δεύτερο, κοιτάει και τι να δει...
Τα σακούλια  ήταν γεμάτα με πέτρες, μεγάλες ποταμίσιες πέτρες...
Η παπαδιά τρελάθηκε κι άρχισε να φωνάζει και να λέει: Βοήθεια γειτόνοι, ο παπάς τρελάθηκε κι αντί για λειτρουγιές μου 'φερε πέτρες και λιθάρια!
Βγήκαν όλοι στα παραθύρια και γελούσαν και χαχάνιζαν...
Τότε ο παπάς κατάλαβε τι είχε γίνει και της εξήγησε για το "κάζο" που του 'στησε η πονηρή αλεπού...

Μάριος Καζαντζής

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Ο νερόμυλος του προπάππου μου στου Μιτσιρή το ρέμα

Γύρω στα 1860 σε ένα χωριό της Ηλείας στη Ζούρτσα, που σήμερα ονομάζεται και Νέα Φιγαλεία, οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολιόντουσαν με την γεωργία και την κτηνοτροφία και γι' αυτό υπήρχαν και αρκετοί νερόμυλοι στην περιοχή.
Ένας από αυτούς ήταν και ο νερόμυλος του Γιώργου του Ζευγίτη του προπάππου μου, που ήταν χτισμένος στο ποτάμι του Μιτσιρή. Ο νερόμυλος χτίστηκε το 1867, δηλαδή περίπου 150 χρόνια πριν και αποτελούνταν από δύο δωμάτια, στο ένα ήταν ο νερόμυλος όπου δούλευε όλη η οικογένεια και στο άλλο "έμενε" όλη η οικογένεια, δηλαδή οι γονείς με τα εφτά παιδιά τους, τον Κωνσταντίνο, τον Παναγιώτη, τον Νίκο, την Φωτεινή, την Αγγελική, την Ελένη και τον παππού μου, τον Δημήτρη.
Το νερό ερχόταν ψηλά, από το ποτάμι, περνούσε μέσα από κάποια χωράφια και κατέληγε στο νερόμυλο μέσα από το μυλαύλακο. Επίσης με το νερό γέμιζαν ολόκληρα βαρέλια για να έχουν αποθέματα νερού, όταν έπεφτε η πίεση. Από το αυλάκι το νερό έπεφτε με δύναμη στη φτερωτή και έδινε κίνηση με την ορμή του και γύριζαν οι μυλόπετρες, για να μπορούν να αλέθουν το σιτάρι και το αραποσίτι.
"Όταν έσπαγε το λιθάρι" και θέλαμε να σταματήσουμε τη λειτουργία του νερόμυλου, υπήρχε η "δίπλα" με την οποία απομονώναμε το λιθάρι και διοχετεύαμε το νερό προς άλλη κατεύθυνση, για να γίνει η επισκευή του "λιθαριού".
Το αυλάκι είχε επίσης ένα διχτάκι, που μάζευε τα σκουπιδάκια και τα χαλικάκια, ώστε να γυρίζει η μυλόπετρα σωστά.
Το χειμώνα το αυλάκι βούλωνε από τα χώματα και τις λάσπες, που κατέβαιναν μαζί με το νερό και ήταν πολύ δύσκολο να το ξεβουλώσουν και να επαναφέρουν τον νερόμυλο σε λειτουργία, με την κανονική ροή του νερού.
Η ζωή αυτών των ανθρώπων, δίπλα στο ποτάμι και μέσα στο νερόμυλο, ήταν πολύ δύσκολη, λόγω της υγρασίας. Για το λόγο αυτό και ύστερα από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς στο νερόμυλο, η πολυμελής οικογένεια μεταφέρθηκε στο χωριό, όπου αγόρασε οικόπεδο μέσα στην αγορά κι έχτισε εκεί έναν νέο πιο σύγχρονο μύλο.

Δημήτρης Ζευγίτης
Υ.Σ. Ευχαριστώ πολύ τον κο Δήμο Δημοσθενίδη για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσε!