Μια φορά κι έναν καιρό στην άκρη του χωριού, σ' ένα μικρό καλυβάκι ζούσε ένας γέρος και μια γριά. Μια μέρα αποφάσισαν πως είχε έρθει ο καιρός για να σφάξουν το γουρούνι, που έτρεφαν όλο το χρόνο και να το ψήσουνε. Κοιτάζουνε για ξύλα όμς και βλέπουν πως όλα τους έχουν τελειώσει.
Ξεκινάνε λοιπό, παίρνουν και το μεγάλο τους τσεκούρι και πάνε κατά το δάσος, για να κόψουν ξύλα.
Σκέφτηκαν όμως για να μην χάσουν τον δρόμο και δε μπορέσουν να βγουν από το δάσος και πήραν μαζί τους ένα σακούλι γεμάτο άχυρα. Όσο προχωρούσαν μέσα στο δάσος, όλο και έριχναν άχυρα... Κάποια στιγμή συνάντησαν έναν άνθρωπο κι εκείνος τους ρώτησε: "Που πάτε;"
Ξεκινάνε λοιπό, παίρνουν και το μεγάλο τους τσεκούρι και πάνε κατά το δάσος, για να κόψουν ξύλα.
Σκέφτηκαν όμως για να μην χάσουν τον δρόμο και δε μπορέσουν να βγουν από το δάσος και πήραν μαζί τους ένα σακούλι γεμάτο άχυρα. Όσο προχωρούσαν μέσα στο δάσος, όλο και έριχναν άχυρα... Κάποια στιγμή συνάντησαν έναν άνθρωπο κι εκείνος τους ρώτησε: "Που πάτε;"

Εκείνος αμέσως την καθησύχασε και της είπε: «Όχι καλή μου γιαγιά, όχι δεν
θα πάω".
Έτσι η γρια και ο γέρος συνέχισαν ήσυχοι το δρόμο τους.
Το μεσημέρι γυρνάνε σπίτι και μπαίνει μέσα πρώτη η γρια. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει ... πουθενά το γουρούνι. Πιάνει τότε η γριά το σκύλο, τον σφάζει και τη βάζει στη θέση του γουρουνιού...
Ο γέρος άναψε μια μεγάλη φωτιά, έφησε το "γουρούνι" και κάποια στιγμή φώναξε το σκύλο του, τον Σπίθα.
Τον κοιτάει τότε η γρια περίλυπη και του λέει:"Σπίθα τρως και Σπίθα κράζεις... Σπίθα κόκκαλα μασάς». Τ' ακούει ο γέρος και ακόμα κυνηγάει τη γρια...
Χρήστος Αβραμόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου