Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Μικρασιατική καταστροφή... ενενήντα πέντε χρόνια μετά...

Στο μάθημα της λογοτεχνίας και με αφορμή τα 95 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, μας ζητήθηκε να φανταστούμε και να γράψουμε τη δική μας εκδοχή για τον ξεριζωμό των Ελλλήνων από τη Σμύρνη και να συνεχίσουμε το "Ταξίδι χωρίς επιστροφή" της Διδώς Σωτηρίου. Αυτή είναι η δική μου συνέχεια...




 Καθώς τα καΐκι μας ξεμάκρυνε από την όχθη της Σμύρνης, σκεφτόμουν. Όλο σκεφτόμουν, τα ίδια και τα ίδια... 
Δεν πέρασε πολλή ώρα από την ώρα που φύγαμε και είδα καπνούς πάνω απ’ την αγαπημένη μου Σμύρνη…
Αμέσως φοβήθηκα και ρίχτηκα στην αγκαλιά της θείας μου κλαίγοντας… Αυτή έμεινε σαστισμένη για μια στιγμή και έπειτα μου είπε: «Σώπα παιδί μου, σώπα… Θα δεις, τίποτα δε θα γίνει… Όλα θα πάνε καλά… Σώπα…
Βγήκα από την αγκαλιά της και κοίταξα μακριά. Ήθελα να δω τι γινόταν, μα ο καπνός όλο και πύκνωνε. Τα λόγια της με είχαν εμψυχώσει και ήθελα να τα πιστέψω...
Όμως καπνοί έβγαιναν από παντού, η Σμύρνη καιγόταν. Όλοι στο καΐκι έμειναν με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια τους βούρκωσαν. Εγώ έκλαιγα και φώναζα: «Μαμά, μαμά…
Ο θείος μου με πήρε αγκαλιά και προσπαθούσε να με παρηγορήσει κλαίγοντας και σπαράζοντας κι αυτός… Δε μπορούσα να σταματήσω και ψιθυρίζοντας έλεγα: «Πάει η οικογένειά μου…  Γιατί;  Γιατί μανούλα δεν πήρες το πρώτο βαπόρι όπως σου είπα;»
Οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να πουν τίποτα. Δεν υπήρχε καμία λέξη για να μας παρηγορήσει πια…
Έπειτα ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και η Σμύρνη τυλίχτηκε εντελώς στις φλόγες. Είχα χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Τα συναισθήματά μου ήταν χειρότερα από πριν. Ήξερα ότι όποιος δεν είχε φύγει θα ήταν δύσκολο να γλιτώσει…
Ακόμη κι όταν πια το καΐκι ξεμάκρυνε και χάθηκε εντελώς από τα μάτια μας η φλεγόμενη Σμύρνη δε μπορούσα να το  πιστέψω, δεν μπορούσα να το δεχτώ…
Δε θα ξανάβλεπα ποτέ την οικογένειά μου, την πατρίδα μου, τα αδέρφια μου, τον πατέρα μου, τη μάνα μου…
Όλα είχαν τελειώσει πια…
Όταν, μετά από δώδεκα ώρες περίπου, φτάσαμε στην Αθήνα, κατεβήκαμε μηχανικά από το βαπόρι και ο θείος Γιάγκος μας είπε ότι ξέρει που να πάμε.
Η θεία Ερμιόνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και προχωρήσαμε.
Όταν φτάσαμε είδα ένα διώροφο σπίτι, από τούβλα με δυο χαλασμένα παραθυρόφυλλα.
Μόλις ανοίξαμε την πόρτα αντίκρισα τον χειρότερό μου εφιάλτη…
Νόμιζα πως θα πηγαίναμε κάπου που θα ήμασταν μόνοι μας, αλλά αντίθετα αυτό το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, γεμάτο με εκατοντάδες πρόσφυγες από τη Σμύρνη.
Έπιασα σφιχτά το χέρι της θείας μου, για να μην χαθώ μέσα στο πλήθος…
Μου ‘ρχοταν να κλαίω σαν έβλεπα τους συμπατριώτες μου…
Έκλαιγα συνεχώς… Τίποτα άλλο…
Τώρα πια… ήμουν κι εγώ πρόσφυγας….
Θεοδώρα Κατσάμπουλα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου