Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

17 ετών μετανάστης στη Νέα Υόρκη


17 ετών έφτασα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, νέα μετανάστρια στην Αμερική, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, για να μπορέσω να επιβιώσω και να ζήσω μια χαρούμενη ζωή με αξιοπρέπεια. Στην αρχή μας ελέγξανε, μήπως έχουμε κανένα πρόβλημα υγείας, για να μην κολλήσουμε τους άλλους. Ευτυχώς εγώ δεν είχα κάτι και συνέχισα το ταξίδι μου. Μετά από πολλές μέρες ταξιδιού φτάσαμε στη Νέα Υόρκη. Όλοι κοιτάγαμε σα χαμένοι… Σε όλα τα πρόσωπα φαινόταν ότι χαίρονται, μα ταυτόχρονα και ότι φοβούνται…
Βρήκα δουλειά. Την πρώτη μέρα μου έλεγαν να κάνω πράγματα, μα εγώ δεν τους καταλάβαινα, γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα. Δε μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν… Όταν τέλειωσα τη δουλειά τριγυρνούσα στους δρόμους, κρατώντας τη βαλίτσα στο χέρι μου… Βρήκα ένα παγκάκι και ξάπλωσα εκεί, μα έκανε πολύ κρύο. Το επόμενο πρωί ξαναπήγα στη δουλειά. Ήταν όλοι μαζεμένοι κι έτρωγαν. Εγώ δεν είχα τι να φάω κι ένας άντρας μου έδωσε το μισό κολατσιό του. Μετά γυρίσαμε στις δουλειές μας. Δεν ήθελα να τελειώσει η μέρα, γιατί δεν είχα που να κοιμηθώ, όμως αυτό δε γινόταν… Όταν έφυγα από τη δουλειά βρήκα ένα ερειπωμένο σπίτι και πήγα εκεί να ξαποστάσω το κουρασμένο μου κορμί.
Πέρασε καιρός. Είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας κι ακόμη δεν είχα βρει σπίτι, γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα. Είχα γίνει πετσί και κόκκαλο. Αποφάσισα να στείλω ένα γράμμα στην οικογένειά μου, για να τους πω ότι είμαι καλά. Το έστειλα. Πήγα μετά στο λιμάνι και κοίταζα τη θάλασσα. Ήθελα να πέσω μέσα, να χαθώ. Δεν μπορούσα να ζω άλλο με το φόβο πως δε θα υπάρχω πια… Δεν άντεχα άλλο αυτή τη ζωή… Μα δεν έπεσα…

Ιωάννα Λούλια

17 ετών έφτασα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, νέος μετανάστης στην Αμερική , με το όνειρο μιας καλύτερης  ζωής. Με έστειλε ο πατέρας μου με την μητέρα μου για να δουλέψω ώστε να τους στέλνω χρήματα. Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν  δουλειές, υπήρχε όμως μεγάλη φτώχεια μετά τον Β’ παγκόσμιο  πόλεμο.
Αρχικά, μόλις έφτασα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης με μια βαλιτσούλα στο χέρι,  που περιείχε μόνο τα απολύτως  απαραίτητα την  οδοντόβουρτσα μου και  μια αλλαξιά με ρούχα, δεν άργησα να  συνειδητοποιήσω ότι είμαι μόνος σε μια ξένη χώρα, που ούτε που γνωρίζω την γλώσσα της, αλλά και  δεν έχω χρήματα. Τότε μου ήρθε η ιδέα να μιλήσω στην Ελληνική πρεσβεία που υπήρχε στην Νέα Υόρκη, ώστε να με βοηθήσουν στο καινούριο μου ξεκίνημα. Μου σύστησαν ένα καλό εστιατόριο, στο οποίο θα δούλευα ως λαντζέρης αλλά και ως σερβιτόρος. Αμέσως  χάρηκα και  αφού πήρα την διεύθυνση, πήγα να το βρω. Έπειτα από αρκετή ώρα που έψαχνα το μαγαζί, το βρήκα σε ένα στενάκι. Στη συνέχεια, μπήκα μέσα και συστήθηκα στον ιδιοκτήτη, ο οποίος ήταν Έλληνας και γνωστός επιχειρηματίας. Ο Κύριος Γιάννης, έτσι τον έλεγαν, μου έδωσε μια προκαταβολή ώστε να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα, μου είπε επίσης πως την επόμενη ημέρα ξεκινάω δουλειά. Εγώ, χαρούμενος που τακτοποιήθηκα, πήγα σε μια γκαρσονιέρα  πολύ μικρή, την οποία νοίκιασα. Την επόμενη ημέρα, πήγα στην δουλειά, όμως στη κουζίνα που δούλευα υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, που με σιχαίνονταν. Μου μιλούσαν άσχημα και με αντιμετώπιζαν με ρατσιστικό τρόπο. Πιθανόν αυτοί οι άνθρωποι να μην ξέρουν πως είναι να ξενιτεύεσαι, σκέφτηκα. Όμως εγώ δεν τους απάντησα, ούτε ασχολήθηκα μαζί τους. Την επόμενη μέρα, στη δουλειά μου είπαν πως θα με σκότωναν αν τους ξανακοίταζα. Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι χρειάζομαι βοήθεια και πως είμαι ένας άνθρωπος ήρεμος. Μετά το σχόλασμα, με περίμεναν έξω από το μαγαζί με μαχαίρια για να με σκοτώσουν. Αλλά όμως για καλή  μου τύχη, εκείνη τη στιγμή πέρασαν κάποιοι άνδρες και με έσωσαν από βέβαιο θάνατο. Ανάμεσα στους  άνδρες που με έσωσαν, υπήρχε ένα κορίτσι που το έλεγαν Άννα. Ήταν Ελληνίδα και μου συμπαραστάθηκε μετά τη βίαιη επίθεση. Μου έδωσε ένα τηλέφωνο για να επικοινωνήσω με τους γονείς μου. Εξήγησα στους γονείς μου τι έγινε με κάθε λεπτομέρεια και τότε με συμβούλευσαν να γυρίσω πίσω και μου είπαν πως μου βρήκαν μια δουλειά σε ένα μανάβικο. Αμέσως πέταξα από τη χαρά μου που θα γύριζα πίσω στην πατρίδα. Όμως, η Άννα ήταν προσφυγοπούλα από τη Θεσσαλονίκη. Εγώ, όμως ήμουν από την Αθήνα. Αυτή ήταν και η μόνη μας διαφορά. Τότε της πρότεινα να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, με κάποια χρήματα που είχα και μου έφταναν ίσα-ίσα για δύο εισιτήρια. Εκείνη χάρηκε και δέχτηκε. Εγώ και η Άννα ήμασταν πολύ ερωτευμένοι…
 Μερικές φορές σκέπτομαι πως άμα δεν είχα ταξιδέψει στην Αμερική δεν θα την είχα γνωρίσει και δεν θα είχαμε σήμερα δύο πανέμορφα κοριτσάκια. Τελικά τόση ταλαιπωρία άξιζε τον κόπο!


Σπύρος Μπιρπανάγος

17 ετών φτάνω στο λιμάνι της Νέας Υόρκης… νέα μετανάστρια στην Αμερική, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής…
Ναι, τώρα θυμάμαι… το προηγούμενο βράδυ με τον φίλο μου τον Νίκο το σκάσαμε από το ορφανοτροφείο στη Σμύρνη. Ξέραμε ότι την επόμενη μέρα θα ερχόταν να μας πάρουν κάποιοι Τούρκοι κηδεμόνες και όλοι ξέραμε τι συνέβη στον Αντρέα με τον Τούρκο πατέρα του… Έτσι κι αλλιώς σε έναν χρόνο θα έπρεπε να φύγουμε, οπότε ήταν χάσιμο χρόνου. Η Αμερική ήταν μια απόφαση στιγμής…
Πήρα όσα χρήματα είχαμε μαζέψει από τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Ήταν ακόμη αρχές της άνοιξης… Το πρωί δεν κρύωνα πολύ, αλλά το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ από το κρύο. Όταν ξύπνησα λοιπόν άκουσα το βουητό του πλοίου και τις φωνές των χαρούμενων ανθρώπων. Με τον Νίκο είχαμε κρυφτεί στο κατάστρωμα και έτσι φύγαμε πρώτοι, χωρίς να χρειαστεί να περιμένουμε. Είχαμε στις πλάτες μας μόνο δυο μικρά σακίδια, με μια αλλαξιά ρούχα, με νερό και λίγα χρήματα… Κοιτούσαμε γύρω μας σαν να ήμασταν μαγεμένοι…
Φτάνουμε. Βγαίνουμε στο λιμάνι. Κοιτάζουμε την πολυκοσμία και τους ουρανοξύστες. Τρέχουμε χαρούμενοι προς ένα εμπορικό κατάστημα. Δεν μπορούμε όμως να αγοράσουμε τίποτα. Βλέπουμε ανθρώπους, ξένους, φτωχούς, άρρωστους και θλιμμένους. Η χαρά μας κόβεται, το χαμόγελο του Νίκου σβήνει. Με σκουντά και μου λέει: «Έτσι θα γίνουμε, αν δεν προσπαθήσουμε εδώ που ήρθαμε». Θυμώνω, αλλά κατά βάθος πεισμώνω περισσότερο. «Δεν ξεχνώ το λόγο που ήρθαμε», του λέω.
Τότε θυμάμαι, πως τον πήρα από το χέρι και περπατήσαμε στο δρόμο βιαστικά. Εκείνη τη στιγμή είδα μια βρεγμένη, πατημένη εφημερίδα. Την πήρα και πήγα να την διαβάσω, μα μάταια. Δεν ήξερα τη γλώσσα για να βρω τις αγγελίες για δουλειά.
Σύντομα βραδιάζει και ακόμη περπατάμε. Ο Νίκος με σκουντάει. Μου δείχνει ένα εστιατόριο. Προχωρώντας σκέπτομαι πως θα συνεννοηθώ, τι θα κάνω. Δεν έχει αρκετό κόσμο. Μόλις μας βλέπει ο υπεύθυνος νομίζει ότι είμαστε πελάτες και έρχεται όλο χαρά. Μας κοιτάζει καλά  από κοντά. Ο Νίκος προσπαθεί να του μιλήσει. Εκείνος νευρικός μας διώχνει προς τα έξω. Τελευταία στιγμή μια υπάλληλος τον σταματά. Κοιταζόμαστε. Μας πλησιάζει. Μας κοιτάζει παράξενα. Μας μιλάει ελληνικά. Μένουμε άναυδοι! Είναι Ελληνίδα. Κοιτώ τα μάτια της και φαίνεται  να της έρχονται τόσες αναμνήσεις. Γυρνάει στον υπεύθυνο της σάλας και του ζητάει να μας κρατήσει στη δουλειά. Είμαστε τυχεροί. Είναι κι αυτή μετανάστρια, μα τώρα πια είναι διευθύντρια του εστιατορίου. Έψαχνε πολλές μέρες για δουλειά. Τα βράδια κοιμόταν στους δρόμους, χωρίς τροφή. Αυτή μια τόσο σπουδαία γυναίκα.
Έμαθα να μαγειρεύω και να μιλάω αγγλικά. Με μαθαίνει και η Άννα, η μαγείρισσα, να μαγειρεύω καλύτερα και να μιλάω καλύτερα. Ίσως κάποια μέρα, να πάρω και εγώ κάποιο πτυχίο και η ζωή μου να αλλάξει…
Ευαγγελία Ζευγίτη

17 ετών φτάνω στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, νέα μετανάστρια εγώ στην Αμερική, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής και με την ελπίδα ότι θα τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή. Η ζωή μου είναι διαλυμένη. Προσπαθώ να τα αρχίσω όλα από την αρχή, όλα, ότι έχασα. Δεν τα παρατάω. Ελπίζω σε πολλά. Φτάνω στην Αμερική και κατευθείαν ψάχνω για δουλειά. Δε με νοιάζουν οι δυσκολίες, ούτε τι θα αντιμετωπίσω. Εδώ είναι η νέα μου ζωή. Ύστερα από λίγο καιρό φτιάχνω ένα σπίτι, λίγο φτωχικό στην αρχή, γιατί αυτά τα λεφτά που παίρνω από τη δουλειά δεν φτάνουν για να φτιάξω ένα καλό σπίτι. Η ζωή μου εδώ είναι πολύ φτωχική, τα χρήματα δεν μου φτάνουν για να κάνω πολλά. Έχω όμως το σπίτι μου, που είναι ένας χώρος χαλάρωσης και ξενοιασιάς. Η καθημερινότητα μου είναι πολύ σκληρή και θλιβερή. Όλη τη μέρα στην δουλειά. Έχω και ένα παιδί να μεγαλώσω, είναι μόνο τριών ετών. Εδώ δεν έχω πολλά ενδιαφέροντα. Το παιδί μου, όταν δεν έχω δουλειά, πεινάει πολύ. Κάποιες φορές δεν είναι καθόλου ευχάριστο να είσαι μετανάστης. Η ζωή μου είναι άθλια. Μακάρι να ήμουν σε καλή κατάσταση. Μακάρι η ζωή μου να ήταν πιο λαμπερή και φωτεινή. Ελπίζω να αντέξω για μία ακόμη φορά αυτές τις κακουχίες.  
«Η μετανάστρια Όλγα»
Όλγα Ζούπινα



17 ετών έφτασα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης νέος μετανάστης στην Αμερική, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής… Μόλις πάτησα το πόδι μου στην Νέα Υόρκη είδα πράγματα που δεν είχα φανταστεί! Tα κτίρια ήταν πολύ ψηλά και εγώ που τα έβλεπα για πρώτη φορά, ζαλιζόμουνα. Έμαθα αργότερα από έναν περαστικό ότι αυτά τα κτίρια τα έλεγαν ουρανοξύστες. Στη Νέα Υόρκη οι άνθρωποι ήταν ψυχροί, κανείς δεν σου μιλούσε.
Εκείνο το κρύο  βράδυ του χειμώνα κοιμήθηκα σε ένα παγκάκι έξω από ένα μεγάλο πάρκο. Δεν είχα που να κοιμηθώ, γιατί δεν είχα πολλά χρήματα για να πάω σε ξενοδοχείο. Το επόμενο πρωί με ξύπνησαν κάτι παιδάκια που έπαιζαν μπάλα και μόλις με είδαν το έβαλαν στα πόδια. Μπορεί να έφταιγε το χρώμα μου ή ότι δεν μπορούσα να τους εξηγήσω τι μου συνέβαινε, γιατί ήξερα ελάχιστα αγγλικά. Το κρύο γινόταν όλο και χειρότερο και ακόμα δεν είχα βρει ούτε σπίτι, ούτε δουλειά. Οι γονείς μου, σκεπτόμουν,  είχαν όλες τις ελπίδες της ζωής τους πάνω μου.  Για καλή μου τύχη, περνούσε ένας καλός άνθρωπος και κάθισε στο ίδιο παγκάκι με εμένα και άρχισε να με ρωτάει για την ζωή μου. Του είπα την ιστορία μου και με λυπήθηκε. Μου εξήγησε πως ήταν κάποτε στην θέση μου και ότι με πολύ κόπο κατάφερε να αποκτήσει πολλά χρήματα. Μου πρότεινε να δουλέψω σε μια οικοδομή που είχε αναλάβει κι εγώ δέχτηκα αμέσως, χωρίς να το σκεφτώ, γιατί είχα ανάγκη αυτή την δουλειά. Ήμουν πολύ χαρούμενος.
Είχε περάσει ήδη ένας μήνας, όταν νοίκιασα ένα σπίτι μαζί με άλλους τέσσερις μετανάστες, για να μοιραζόμαστε τα έξοδα. Έτσι, και αφού πλέον μου περίσσευαν κάποια χρήματα, άρχισα να στέλνω χρήματα στους γονείς μου μαζί με μια κάρτα, που έλεγε πως είμαι καλά. Μετά από αυτή τη δουλειά, όλα άλλαξαν. Κατάφερα και πάλι να σταθώ στα πόδια μου μετά από πολύ καιρό και έτσι επιβίωσα.
Αδαμαντία Λούλια

Αφού έφτασα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, δεν ήξερα τι να κάνω. Περιπλανιόμουν για ώρες στους δρόμους, για να αλλάξει λίγο η τύχη μου, αλλά δεν ήταν εύκολο. Προσπάθησα να ψάξω για μία δουλεία, για να μπορέσω να ζήσω. Βρήκα πολύ ωραίες δουλειές, όπως: τραπεζικός υπάλληλος, δικηγόρος, δημόσιος υπάλληλος κ.α.. Τελικά δεν με δέχτηκαν πουθενά, γιατί δεν είχα μιλήσει ποτέ την γλώσσα τους και ούτε ήξερα να την μιλάω.
    Λίγες μέρες μετά πέρασε ένας ευγενικός άνθρωπος και με βοήθησε να ενταχθώ στην κοινωνία. Μου έδωσε στέγη, φαγητό, ρούχα και με φιλοξένησε στο σπίτι του. Ύστερα μου βρήκε μια δουλεία και μου έμαθε την γλώσσα τους. Αργότερα τον ευχαρίστησα και πήγα για δουλεία σαν security σε ξενοδοχείο. Εκεί μου προσέφεραν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, επειδή ήμουνα πολύ καλός στην δουλεία μου. Όλη η Νέα Υόρκη έλεγε «για δουλεία φωνάξτε τον Αλέξανδρο» ή «οι καλύτερες υπηρεσίες ασφαλείας καλέστε τον Αλέξανδρο», διότι έτσι με βαφτίσανε. Με τον καιρό γινόμουν όλο και πιο γνωστός στον κόσμο.
      Μετά από καιρό έστειλα χρήματα στην φτωχή οικογένειά μου, αλλά εκεί κέρδισαν το τζόκερ και πήραν πολλά λεφτά. Δεν άφησα όμως εκείνο τον καλό άνθρωπο που με βοήθησε να φτάσω σε υψηλά επίπεδα. Πήγα στο σπίτι του και τον βοήθησα, γιατί ήταν άρρωστος. Τον φρόντισα, του αγόρασα τα κατάλληλα φάρμακα και έπειτα από 2-3 εβδομάδες έγινε καλά. Έδωσα μία συνέντευξη όπου είπα όλους όσους με βοήθησαν και μου έδωσαν 2 βραβεία. Το ένα το κράτησα εγώ, ενώ το άλλο το έδωσα στον φίλο που με βοήθησε. Έγινα διάσημος σε όλη την Ευρώπη και ύστερα σε όλο τον κόσμο. Τελικά άλλαξε η τύχη μου εντελώς.
                                          
                                                                                   Παναγιώτης Καράπαπας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου